-
1 προσκαρτερέω
A persist obstinately in,τῇ πολιορκίᾳ Plb.1.55.4
, D.S.14.87;τῇ προφορᾷ Phld. Rh.1.158
S.;τῇ προσευχῇ Act.Ap.1.14
: abs., X.HG7.5.14, Ph.Bel. 101.9, LXXNu.13.21(20), J.BJ6.1.3, Ach.Tat.1.10; καίπερ ἀχθόμενοι τῇ καθέδρᾳ π. J.AJ5.2.6.2 adhere firmly to a man, be faithful to him, τινι Plb.23.5.3, Act.Ap.8.13, 10.7; of servants, remain in one's service, D.59.120; of a κοσμητής, IG22.1028.84.b remain in attendance at a law-court, τῷ βήματι, τῷ κριτηρίῳ, PHamb.4.7 (i A.D.), POxy.261.12 (i A.D.).c devote oneself to an office or occupation, τῇ στρατηγίᾳ ib.82.4 (iii A.D.);τῇ ἑαυτῶν γεωργίᾳ PAmh.2.65.3
(ii A.D.).3 [voice] Pass., ὁ προσκαρτερούμενος χρόνος time diligently employed, D.S.2.29.4 wait for a person,Φιλέᾳ POxy. 1764.4
(iii A.D.): abs.,ἕως ἂν Ἐτέαρχος παραγένηται PSI5.598.7
(iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκαρτερέω
См. также в других словарях:
προσκαρτερώ — προσκαρτερῶ, έω, ΝΜΑ [καρτερῶ] επιμένω με καρτερία, εξακολουθώ με πολλή επιμονή («προσεκαρτέρει τῇ πολιορκίᾳ τὸν χειμῶνα», Διόδ.) νεοελλ. δεν χάνω το θάρρος μου αρχ. 1. προσκολλώμαι σε έναν άνθρωπο και τού είμαι πολύ πιστός («προσκαρτερῶν τῷ… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek